αἰκίας

αἰκίας
αἰκί̱ᾱς , αἰκία
insulting treatment
fem acc pl
αἰκί̱ᾱς , αἰκία
insulting treatment
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αικίας δίκη — Κατά την αρχαιότητα, ειδική δίκη του αττικού δικαίου, για την περίπτωση σωματικής κάκωσης με πρόθεση να ταπεινωθεί ο κακοποιούμενος. Ο παθών είχε δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση από την Ηλιαία, και από την έγκλησή του δεν χωρούσε παραίτηση …   Dictionary of Greek

  • SERVI — vetustum nomen, et a Noahi usque temporibus deductum, sacra Biblia testantur, Gen. c. 9. v. 25. Maledictus Chanaan, servus servorum erit, fratribus suis. Quod expressit eleganter Alcimus Avitus l. 4. Primum inde repertium Servitii nomen: cuncti… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αικία — αἰκία, η (Α) 1. προσβλητική διαγωγή, απρεπής συμπεριφορά, προσβολή, εξύβριση 2. άπρεπη μεταχείριση, σωματική κάκωση 3. στον πληθ. αἱ αἰκίαι βασανιστήρια 4. (ως δικαν. όρ.) άδικη επίθεση, βιαιοπραγία στη φρ. «αἰκίας δίκη», ιδιωτική καταγγελία για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”